ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ

Η Σάμος είναι νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Απέχει μόλις 1300 μ. από τις απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας όπου άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός της αρχαίας Ιωνίας. Κατά την προϊστορική περίοδο στο νησί έζησαν μεγαθήρια και άλλα σπάνια είδη ζώων, τα οστά των οποίων βρέθηκαν τον περασμένο αιώνα. Μερικά από τα παλαιοντολογικά αυτά ευρήματα εκτίθενται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο του χωριού Μυτιληνιοί. Οι πρώτοι κάτοικοι της Σάμου άνηκαν σε πελασγικές φυλές που λάτρευαν τη θεά Ήρα, η οποία κατά τη μυθολογία γεννήθηκε στις όχθες του ποταμού Ίμβρασσου και θεωρήθηκε προστάτιδα του νησιού.

Το όνομα "Σάμος" έχει φοινικική προέλευση και σημαίνει "ψηλός τόπος". Το νησί είχε και άλλα ονόματα όπως Παρθενία, Ιμβασία, Ανθεμίς, Δρυούσα, Δόρυσσα, Φυλλάς και άλλα. Μετά τους Πελασγούς κατοικήθηκε από τους Κάρες και τους Λέλεγες. Πρώτος μυθικός βασιλιάς ήταν ο Αγκαίος, ήρωας της αργοναυτικής εκστρατείας. Το νησί γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στα γράμματα και τις τέχνες, στα μέσα του 6ου π.χ. αιώνα. Την εποχή αυτή την εξουσία κατέλαβε ο τύραννος Πολυκράτης και επί των ημερών του χτίστηκαν μεγάλα έργα όπως ο ναός της Ήρας και το εντυπωσιακό Ευπαλίνειο όρυγμα. Την ίδια εποχή γεννήθηκε και έζησε στη Σάμο και ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Πυθαγόρας ο οποίος διατύπωσε το γνωστό "Πυθαγόρειο θεώρημα". Νωρίτερα (γύρω στα 310 π. Χ.) γεννήθηκε στη Σάμο ο επίσης γνωστός φιλόσοφος Αρίσταρχος ο οποίος διατύπωσε πρώτος τη θεωρία της κίνησης της γης γύρω από τον εαυτό της και από τον ήλιο. Μετά τους Περσικούς πολέμους Σάμος έγινε ισότιμο μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας και πολέμησε στο πλευρό των Αθηναίων κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο. Το 120 π. Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και τον 4ο μ. Χ. αιώνα περιήλθε στους βυζαντινούς και ανήκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι τη κατάλυσή από τους σταυροφόρους το 1204 μ.Χ. Δέχθηκε πολλές επιθέσεις από πειρατές, ¶ραβες, Βενετούς, Τούρκους και άλλους επιδρομείς αλλά κατάφερε να διατηρήσει τον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα της.

Από το 1475 έως το 1565 μ. Χ. ο πληθυσμός της μετανάστευσε στη Χίο και στις απέναντι τουρκικές ακτές, εξαιτίας των επιδρομών των τούρκων. Στα μέσα του 16ου αιώνα η Σάμος εποικίσθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς στους οποίους παραχωρήθηκαν ιδιαίτερα προνόμια από τον Σουλτάνο, ως μια μορφή αυτοδιοίκησης υπό την κυριαρχία του. Το 1821 επαναστάτησε με αρχηγό τον Λυκούργο Λογοθέτη και απέκτησε τη ελευθερία της από την τουρκική κυριαρχία, αλλά δεν ενσωματώθηκε με την μητέρα Ελλάδα. Το 1834 οι προστάτιδες δυνάμεις αποφάσισαν να αναγνωριστεί ως αυτόνομη ηγεμονία υπό την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Το νησί διοικούσε ηγεμόνας που ήταν χριστιανός Ορθόδοξος και διορίζονταν από το Σουλτάνο. Υπό το ηγεμονικό καθεστώς η Σάμος έμεινε μέχρι το 1912, οπότε ύστερα από επανάσταση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα.

Κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατακτήθηκε το 1941 από ιταλικά στρατεύματα, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής αναπτύχθηκε στα βουνά της αντιστασιακό κίνημα κατά των δυνάμεων του ¶ξονα. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η Σάμος άρχισε πάλι να αναπτύσσεται και σήμερα είναι ένα από τα πιο πράσινα και όμορφα νησιά του Αιγαίου. Μνημεία του πολιτισμού της συναντά κανείς στα αρχαιολογικά μουσεία, στο Πυθαγόρειο και στο Ηραίον. Στους αρχαιολογικούς της χώρους γίνονται ανασκαφές ενώ το Ευπαλίνειο όρυγμα έχει σχεδόν καθαριστεί και ηλεκτροφωτιστεί για να είναι προσιτό στους επισκέπτες. Ο νεώτερος πολιτισμός της Σάμου αποτυπώνεται στους παραδοσιακούς οικισμούς των χωριών της, στα μοναστήρια της που είναι κτισμένα από τον 16ο αιώνα, στα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια των πόλεων της, στα εργοστάσια βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι, στα καπνεργοστάσια και στις αποθήκες των οινεμπόρων της, που μαρτυρούν τις κυριότερες δραστηριότητες των κατοίκων της. Στα κτίρια αυτά μπορούν να προστεθούν τα πολλά και σύγχρονα ξενοδοχειακά συγκροτήματα που φανερώνουν τις νεώτερες επιχειρηματικές ασχολίες των Σαμίων. Η Σάμος ανήκει στο Νομό Σάμου μαζί με τα νησιά Ικαρία και Φούρνοι, με συνολικό πληθυσμό 45.000 κατοίκους περίπου.