ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ | ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΣ | ΠΟΙΗΜΑΤΑ | ΠΑΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ

> ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι

ΤΟ ΔΑΣΟΣ

(Μιλτιάδης Μαλακάσης 1869 - 1943)

Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.

Μια αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.

Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θα τ' ακούσεις πια.,

το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και το 'καμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά..

Και κάτι που βραχνόκραζε
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό.

Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ' έσερνε διαβάτη
σε μαγικό παλάτι
δίχως ελπίδα αυγής,

το πήρανε -για κοίταξε-
στερνή ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.

Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.

Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,

γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ' άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.


Κριτική από το Σπύρο Μελά:
"Σ' ένα πρώτο κοίταγμα, φαίνεται σαν θρήνος και νοσταλγία μιας φυσικής ομορφιάς που χάθηκε, που κουρσεύτηκε… Μα μετά τη πρώτη αυτή εντύπωση, είδα στο "Δάσος", το θρήνο, τη νοσταλγία, και το σύμβολο για όλες τις κουρσεμένες ομορφιές, όχι μόνο στο φυσικό, αλλά και στον ψυχικό και τον ηθικό μας κόσμα, τον κόσμο της παράδοσης που κι αυτός έχει βλαστήσει με νόμους προαιώνιους, σ' επαφή με τη φύση κι είναι γεμάτος μηνύματα και μυστικές φωνές και μακρινά ανακρούσματα".


ΘΕΛΩ ΝΑ ΧΤΙΣΩ ΕΝΑ ΣΠΙΤΑΚΙ
Κωστής Παλαμάς
(1859 - 1943)


Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
στη μοναξιά και στη σιωπή.
Ξέρω μια πράσινη ραχούλα.
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
τον πλούσιο δρόμο, τον πλατύ
με τα παλάτια και τους κήπους.
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι,
Όλο το κύμα το φιλεί.
Κρινόσπαρτη είν' η αμμουδιά του
Δε θα το χτίσω εκεί

Ατέλειωτη τραβάει μια στράτα
Σκίζει μια χέρσα απλοχωριά,
σκληρά τη δέρνει τ' αγριοκαίρι
κι ο λίβας τη χτυπά.

Μια στράτα χιλιοπατημένη
τον καβαλάρη νηστικό,
τον πεζοπόρο διψασμένο,
θάφτει στον κουρνιαχτό.

Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω
Με μια βρυσούλα στην αυλή,
πάντα η γωνιά του θα καπνίζει
κι η θύρα του θα' ναι ανοιχτή

ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ

(Γεώργιος Δροσίνης 1859 - 1951)


Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη ,

άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω,
για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλαχτό απ' αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνον λίγο χώμα, χώμα ελληνικό!

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ' το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει

μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρή ελιά!

Χώμα τιμημένο, που 'χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, που 'χουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,

χώμα που 'χει θάψει λείψαν' αγιασμένα
απ' το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά,
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά!
Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει,
από σε θα παίρνει δύναμη, βοήθεια,
μην την ξεπλανέσουν άλλα ξένα κάλλη.

H δική σου χάρη θα με δυναμώνει
κι όπου κι αν γυρίσω κι όπου κι αν σταθώ,
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη:
Πότε στην Ελλάδα πίσω θε να 'ρθω !

Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο -
μου 'γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα 'βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω!

Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα 'ναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.

Το ποίημα είχε συγκινήσει πλήθος ξενιτεμένων και βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στον κύκλο των μαθητών.

Το 1908-09 το ποίημα περιλήφθηκε σε αναγνωστικό της εποχής.


ΣΤΕΡΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)

Πήραν στρατί - στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλάρηδες επάνω στ' άτι.

Και γύρω από της γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσα από δυο χλωμές λαμπάδες,
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν - ποιος ξέρει;- κάτι.

Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη,
και να της φέρει αθάνατο νερό.

Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου.
Μ' επάνω - μια φορά κι ένα καιρό-
ο αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.


ΤΑ ΦΟΡΤΗΓΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Κώστας Ουράνης (1890 - 1953)

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν κα τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ' ακρολίμανα δεμένα.

Τα φορτηγά καράβια: που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
-απ' του Μουρμάνσκ τη παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
μ' υπομονή κι αγάπη -για τα εγγόνια του
(είτε γι' αυτούς;-) μικρά φτιάχνουν καράβια,

και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
και, άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε…